- ὠλεσίκαρπος
- ὠλεσίκαρποςlosing its fruitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… … Dictionary of Greek
ὠλεσίκαρπον — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem acc sg ὠλεσίκαρπος losing its fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλεσικάρπους — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλεσίκαρπα — ὠλεσίκαρπος losing its fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλεσίκαρποι — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
ολεσίκαρπος — ὀλεσίκαρπος, ον (ΑΜ) βλ. ωλεσίκαρπος … Dictionary of Greek